ανάβραστος

ανάβραστος
(I)
-η, -ο, άβραστος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* στερ. + βραστός < βράζω].
————————
(II)
ἀνάβραστος, -ον (Α) [ἀναβράσσω]
βρασμένος, καλοβρασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναβραστός — ή, ό [αναβράζω] 1. ζεματιστός, καυτός 2. αυτός που βράζει ακόμα, μισοβρασμένος …   Dictionary of Greek

  • ἀνάβραστον — ἀνάβραστος boiled masc/fem acc sg ἀνάβραστος boiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβράστοις — ἀνάβραστος boiled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβράστου — ἀνάβραστος boiled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβράστων — ἀνάβραστος boiled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάβραστα — ἀνάβραστος boiled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάβραστοι — ἀνάβραστος boiled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάβραστ' — ἀνάβραστα , ἀνάβραστος boiled neut nom/voc/acc pl ἀνάβραστε , ἀνάβραστος boiled masc/fem voc sg ἀ̱νάβραστο , ἀναβράζω boil plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱νάβρασται , ἀναβράζω boil perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”